Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1) το πεντάρι 2) (

См. также в других словарях:

  • πεντάρι — το 1. νόμισμα αξίας πέντε λεπτών τής δραχμής, τάλιρο 2. σύνολο πέντε χαρτονομισμάτων τής ίδιας αξίας και, γενικά, ποσότητα πέντε ομοειδών πραγμάτων, πεντάδα 3. το αριθμητικό ψηφίο πέντε 4. παιγνιόχαρτο που έχει πέντε ομοιόχρωμα σήματα 5.… …   Dictionary of Greek

  • πεντάρι — το 1. το αριθμητικό ψηφίο 5. 2. το χαρτί της τράπουλας με αριθμό 5 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικοσ(ι)πεντάρι — το 1. παλιό χαρτονόμισμα αξίας εικοσιπέντε δραχμών 2. σύνολο εικοσιπέντε μονάδων …   Dictionary of Greek

  • πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • cinci — num. card. Număr situat în numărătoare între patru şi şase şi care se indică prin cifra 5 (sau V). ♢ (Adjectival) Are cinci ani. ♢ Compus: cinci degete subst. = plantă erbacee târâtoare, cu frunzele formate din cinci foliole şi cu flori galbene… …   Dicționar Român

  • κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντάρα — πεντάρα, η και πεντάρι, το και πενταράκι, το νόμισμα χάλκινο ή νικέλινο αξίας πέντε λεπτών: Δεν αξίζει μια πεντάρα. Φρ., «Πεντάρα δε δίνει», δεν ενδιαφέρεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»